διαβήτης,
ο, ουσ.
[<αρχ. διαβήτης <διαβαίνω], ο διαβήτης·
- μπαλιά
διαβήτης, βλ. λ. μπαλιά·
- τα
λογαριάζει όλα με το διαβήτη, υπολογίζει τα πάντα με ακρίβεια, με
σχολαστικότητα: «υπολογίζει ακόμα και τη δεκάρα, γιατί στη ζωή του τα
λογαριάζει όλα με το διαβήτη».